οπτασιάζομαι

οπτασιάζομαι
видеть призраки, миражи;
галлюцинировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οπτασιάζομαι" в других словарях:

  • οπτασιάζομαι — βλέπω οπτασίες, έχω οπτικές ψευδαισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτασία. Το ρ. στο απρμφ. ὀπτασιάζεσθαι μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οπτασιάζομαι — οπτασιάστηκα, βλέπω οπτασία, οραματίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπτασιασμός — ο [οπτασιάζομαι] το να βλέπει κανείς οπτασίες, να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • οπτασιαστής — ο αυτός που βλέπει οπτασίες, αυτός που έχει οπτικές ψευδαισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπτασιάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Καζάζη] …   Dictionary of Greek

  • οπτρίζομαι — ὀπτρίζομαι (Α) κοιτάζομαι σαν σε καθρέφτη, φαντάζομαι, οπτασιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • οραματίζομαι — οραματίστηκα 1. βλέπω όραμα, οπτασία, οπτασιάζομαι. 2. κάνω ελπιδοφόρα όνειρα, ελπίζω, αισιοδοξώ: Οραματίστηκε μιαν ένδοξη πατρίδα. 3. καθρεφτίζομαι στα ήσυχα νερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»